αγκαζαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγκαζαρισμένος | η | αγκαζαρισμένη | το | αγκαζαρισμένο |
| γενική | του | αγκαζαρισμένου | της | αγκαζαρισμένης | του | αγκαζαρισμένου |
| αιτιατική | τον | αγκαζαρισμένο | την | αγκαζαρισμένη | το | αγκαζαρισμένο |
| κλητική | αγκαζαρισμένε | αγκαζαρισμένη | αγκαζαρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγκαζαρισμένοι | οι | αγκαζαρισμένες | τα | αγκαζαρισμένα |
| γενική | των | αγκαζαρισμένων | των | αγκαζαρισμένων | των | αγκαζαρισμένων |
| αιτιατική | τους | αγκαζαρισμένους | τις | αγκαζαρισμένες | τα | αγκαζαρισμένα |
| κλητική | αγκαζαρισμένοι | αγκαζαρισμένες | αγκαζαρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγκαζαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αγκαζάρω
Μεταφράσεις
αγκαζαρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.