αγκαζέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγκαζέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική engagé[1]

Επίθετο

αγκαζέ άκλιτο

Επίρρημα

αγκαζέ

  • λέγεται όταν δύο άνθρωποι περπατούν με τον αγκώνα του ενός περασμένο στον αγκώνα του άλλου, αλαμπρατσέτα
    περπατούν αγκαζέ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.