book

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
book books

book (en)

  • το βιβλίο
    The author of the book will do the translation himself.
    Ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου θα κάνει τη μετάφραση.

Παράγωγα

Ρήμα

ενεστώτας book
γ΄ ενικό ενεστώτα books
αόριστος booked
παθητική μετοχή booked
ενεργητική μετοχή booking

book (en)

  1. κάνω κράτηση, κρατώ
    I book a table in a restaurant.
    Κρατώ τραπέζι σ' ένα εστιατόριο.
     συνώνυμα: reserve
  2. (με it, αμετάβατο, αργκό) ορμώ, πετιέμαι, κινούμαι πολύ γρήγορα
    We booked it to catch the bus.
    Όρμησαν να προλάβουν το λεωφορείο.
    He booked it out of the room.
    Πετάχτηκε έξω από το δωμάτιο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη dart

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.