αγκαζάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγκαζάρισμα | τα | αγκαζαρίσματα |
| γενική | του | αγκαζαρίσματος | των | αγκαζαρισμάτων |
| αιτιατική | το | αγκαζάρισμα | τα | αγκαζαρίσματα |
| κλητική | αγκαζάρισμα | αγκαζαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγκαζάρισμα < αγκαζάρω
Ουσιαστικό
αγκαζάρισμα ουδέτερο
- ανάληψη υποχρέωσης για την εκτέλεση έργου
- απόκτηση προτεραιότητας σε κάτι
- πιάνω αγκαζέ ταίρι μου
Μεταφράσεις
αγκαζάρισμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.