αγκαζάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγκαζάρισμα τα αγκαζαρίσματα
      γενική του αγκαζαρίσματος των αγκαζαρισμάτων
    αιτιατική το αγκαζάρισμα τα αγκαζαρίσματα
     κλητική αγκαζάρισμα αγκαζαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγκαζάρισμα < αγκαζάρω

Ουσιαστικό

αγκαζάρισμα ουδέτερο

  1. ανάληψη υποχρέωσης για την εκτέλεση έργου
  2. απόκτηση προτεραιότητας σε κάτι
  3. πιάνω αγκαζέ ταίρι μου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.