αγγλόφερτου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αγγλόφερτου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του αγγλόφερτος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του αγγλόφερτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.