αγγειοκεράτωμα
Νέα ελληνικά (el)

| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγγειοκεράτωμα | τα | αγγειοκερατώματα |
| γενική | του | αγγειοκερατώματος | των | αγγειοκερατωμάτων |
| αιτιατική | το | αγγειοκεράτωμα | τα | αγγειοκερατώματα |
| κλητική | αγγειοκεράτωμα | αγγειοκερατώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αγγειοκεράτωμα ουδέτερο
- (ιατρική) καλοήθης δερματική ασθένεια, κατά την οποία έχουμε ευρυαγγεία αιμοφόρων αγγείων, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται σημαδάκια στο δέρμα στην κοιλιά, στους μηρούς, στα γεννητικά όργανα κ.α.
- Τα συμπτώματα της νόσου Fabry μπορούν να εμφανιστούν πολύ νωρίς (από την παιδική ηλικία), αλλά δυστυχώς πολλές φορές δεν αξιολογούνται σωστά. Τα κυριότερα από αυτά είναι: (...) 2. Δερματικό εξάνθημα-αγγειοκεράτωμα στα γεννητικά όργανα, την κοιλιά, τους μηρούς και αλλού στο σώμα. (*)
- (ιατρική) ασθένεια του μεταβολισμού
Συνώνυμα
- νόσος του Fabry (angiokeratoma corporis diffusum)
Μεταφράσεις
αγγειοκεράτωμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.