ευρυαγγεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευρυαγγεία οι ευρυαγγείες
      γενική της ευρυαγγείας των ευρυαγγειών
    αιτιατική την ευρυαγγεία τις ευρυαγγείες
     κλητική ευρυαγγεία ευρυαγγείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευρυαγγεία < ευρυ- + αγγείο +

Προφορά

ΔΦΑ : /e.vɾi.aŋˈɟi.a/

Ουσιαστικό

ευρυαγγεία θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.