αγαλήνευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγαλήνευτος | η | αγαλήνευτη | το | αγαλήνευτο |
| γενική | του | αγαλήνευτου | της | αγαλήνευτης | του | αγαλήνευτου |
| αιτιατική | τον | αγαλήνευτο | την | αγαλήνευτη | το | αγαλήνευτο |
| κλητική | αγαλήνευτε | αγαλήνευτη | αγαλήνευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγαλήνευτοι | οι | αγαλήνευτες | τα | αγαλήνευτα |
| γενική | των | αγαλήνευτων | των | αγαλήνευτων | των | αγαλήνευτων |
| αιτιατική | τους | αγαλήνευτους | τις | αγαλήνευτες | τα | αγαλήνευτα |
| κλητική | αγαλήνευτοι | αγαλήνευτες | αγαλήνευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγαλήνευτος < ἀγαλήνευτος στην καθαρεύουσα < α- στερητικό + γαληνεύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
αγαλήνευτος, -η, -ο
- που δεν έχει γαληνεύσει, που δεν έχει βρει τη γαλήνη, ανήσυχος
- (για θάλασσα) ταραγμένη, φουρτουνιασμένη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.