φουρτουνιασμένος

Νέα ελληνικά (el)


Ετυμολογία

φουρτουνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φουρτουνιάζω
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φουρτουνιασμένος η φουρτουνιασμένη το φουρτουνιασμένο
      γενική του φουρτουνιασμένου της φουρτουνιασμένης του φουρτουνιασμένου
    αιτιατική τον φουρτουνιασμένο τη φουρτουνιασμένη το φουρτουνιασμένο
     κλητική φουρτουνιασμένε φουρτουνιασμένη φουρτουνιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φουρτουνιασμένοι οι φουρτουνιασμένες τα φουρτουνιασμένα
      γενική των φουρτουνιασμένων των φουρτουνιασμένων των φουρτουνιασμένων
    αιτιατική τους φουρτουνιασμένους τις φουρτουνιασμένες τα φουρτουνιασμένα
     κλητική φουρτουνιασμένοι φουρτουνιασμένες φουρτουνιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

φουρτουνιασμένος,η,ο

  1. τρικυμισμένη θάλασσα
  2. εκνευρισμένος άνθρωπος, έτοιμος για καβγά, συγχυσμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.