φουρτουνιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φουρτουνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φουρτουνιάζω
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φουρτουνιασμένος | η | φουρτουνιασμένη | το | φουρτουνιασμένο |
| γενική | του | φουρτουνιασμένου | της | φουρτουνιασμένης | του | φουρτουνιασμένου |
| αιτιατική | τον | φουρτουνιασμένο | τη | φουρτουνιασμένη | το | φουρτουνιασμένο |
| κλητική | φουρτουνιασμένε | φουρτουνιασμένη | φουρτουνιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φουρτουνιασμένοι | οι | φουρτουνιασμένες | τα | φουρτουνιασμένα |
| γενική | των | φουρτουνιασμένων | των | φουρτουνιασμένων | των | φουρτουνιασμένων |
| αιτιατική | τους | φουρτουνιασμένους | τις | φουρτουνιασμένες | τα | φουρτουνιασμένα |
| κλητική | φουρτουνιασμένοι | φουρτουνιασμένες | φουρτουνιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
φουρτουνιασμένος,η,ο
- τρικυμισμένη θάλασσα
- εκνευρισμένος άνθρωπος, έτοιμος για καβγά, συγχυσμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.