αγαθοεργών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αγαθοεργών
- γενική πληθυντικού του αγαθοεργός
- γενική πληθυντικού του αγαθοεργή
- γενική πληθυντικού του αγαθοεργό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.