ἀγέλαστος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀγέλαστος τὸ ἀγέλαστον οἱ, αἱ ἀγέλαστοι τὰ ἀγέλαστα
Γενική τοῦ, τῆς ἀγελάστου τοῦ ἀγελάστου τῶν ἀγελάστων τῶν ἀγελάστων
Δοτική τῷ, τῇ ἀγελάστῳ τῷ ἀγελάστῳ τοῖς, ταῖς ἀγελάστοις τοῖς ἀγελάστοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀγέλαστον τὸ ἀγέλαστον τοὺς, τὰς ἀγελάστους τὰ ἀγέλαστα
Κλητική ἀγέλαστε ἀγέλαστον ἀγέλαστοι ἀγέλαστα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀγελάστω
Γενική-Δοτική ἀγελάστοιν

.

Ετυμολογία

ἀγέλαστος < στερητικό + γελάω-ῶ

Επίθετο

ἀγέλαστος, -ος, -ον

  1. ο σοβαρός, ο σκυθρωπός
  2. αυτός που δεν είναι άξιος για γέλια, κάτι που δεν είναι για γέλια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.