αβούρτσιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβούρτσιστος | η | αβούρτσιστη | το | αβούρτσιστο |
| γενική | του | αβούρτσιστου | της | αβούρτσιστης | του | αβούρτσιστου |
| αιτιατική | τον | αβούρτσιστο | την | αβούρτσιστη | το | αβούρτσιστο |
| κλητική | αβούρτσιστε | αβούρτσιστη | αβούρτσιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβούρτσιστοι | οι | αβούρτσιστες | τα | αβούρτσιστα |
| γενική | των | αβούρτσιστων | των | αβούρτσιστων | των | αβούρτσιστων |
| αιτιατική | τους | αβούρτσιστους | τις | αβούρτσιστες | τα | αβούρτσιστα |
| κλητική | αβούρτσιστοι | αβούρτσιστες | αβούρτσιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αβούρτσιστος < α- + βούρτσισ(α) (βουρτσίζω) + -τος < μεσαιωνική ελληνική βουρτσίζω / βρουτσίζω / βυρτσίζω < βρούτσα < ιταλικά brusta < δημώδης λατινική *bruscia < πρωτογερμανική *bruskaz (χαμόκλαδα, συστάδα θάμνων) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰrews- (βλασταίνω)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βούρτσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.