συστάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συστάδα | οι | συστάδες |
| γενική | της | συστάδας | των | συστάδων |
| αιτιατική | τη | συστάδα | τις | συστάδες |
| κλητική | συστάδα | συστάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συστάδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συστάς (από την αιτιατική συστάδα) < συ-(συν)-στα- < που ανάγεται στο συνίσταμαι.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈsta.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐στά‐δα
Ουσιαστικό
συστάδα θηλυκό
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.