βουρτσισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βουρτσισμένος | η | βουρτσισμένη | το | βουρτσισμένο |
| γενική | του | βουρτσισμένου | της | βουρτσισμένης | του | βουρτσισμένου |
| αιτιατική | τον | βουρτσισμένο | τη | βουρτσισμένη | το | βουρτσισμένο |
| κλητική | βουρτσισμένε | βουρτσισμένη | βουρτσισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βουρτσισμένοι | οι | βουρτσισμένες | τα | βουρτσισμένα |
| γενική | των | βουρτσισμένων | των | βουρτσισμένων | των | βουρτσισμένων |
| αιτιατική | τους | βουρτσισμένους | τις | βουρτσισμένες | τα | βουρτσισμένα |
| κλητική | βουρτσισμένοι | βουρτσισμένες | βουρτσισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βουρτσισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου βουρτσίζω
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.