αβιοτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβιοτικός η αβιοτική το αβιοτικό
      γενική του αβιοτικού της αβιοτικής του αβιοτικού
    αιτιατική τον αβιοτικό την αβιοτική το αβιοτικό
     κλητική αβιοτικέ αβιοτική αβιοτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβιοτικοί οι αβιοτικές τα αβιοτικά
      γενική των αβιοτικών των αβιοτικών των αβιοτικών
    αιτιατική τους αβιοτικούς τις αβιοτικές τα αβιοτικά
     κλητική αβιοτικοί αβιοτικές αβιοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβιοτικός < α- στερητ. + βιοτικός

Επίθετο

αβιοτικός, -ή, -ό (βιολογία)

  1. (βιολογία): αναφορά σε περιβάλλον που δε στηρίζει την ύπαρξη ζωής
  2. εκείνος που σχετίζεται με την αναστολή των εκδηλώσεων της ζωής
* αβιοτικός παράγοντας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.