αβιοτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβιοτικός | η | αβιοτική | το | αβιοτικό |
| γενική | του | αβιοτικού | της | αβιοτικής | του | αβιοτικού |
| αιτιατική | τον | αβιοτικό | την | αβιοτική | το | αβιοτικό |
| κλητική | αβιοτικέ | αβιοτική | αβιοτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβιοτικοί | οι | αβιοτικές | τα | αβιοτικά |
| γενική | των | αβιοτικών | των | αβιοτικών | των | αβιοτικών |
| αιτιατική | τους | αβιοτικούς | τις | αβιοτικές | τα | αβιοτικά |
| κλητική | αβιοτικοί | αβιοτικές | αβιοτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αβιοτικός < α- στερητ. + βιοτικός
Επίθετο
αβιοτικός, -ή, -ό (βιολογία)
- (βιολογία): αναφορά σε περιβάλλον που δε στηρίζει την ύπαρξη ζωής
- εκείνος που σχετίζεται με την αναστολή των εκδηλώσεων της ζωής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.