αἶσχος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αἰσχεσ-
ονομαστική τὸ αἶσχος τὰ αἴσχη - αἴσχε
      γενική τοῦ αἴσχους - αἴσχεος τῶν αἰσχῶν - αἰσχέων
      δοτική τῷ αἴσχει - αἴσχεῐ̈ τοῖς αἴσχεσ(ν)
    αιτιατική τὸ αἶσχος τὰ αἴσχη - αἴσχεα
     κλητική ! αἶσχος αἴσχη - αἴσχεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἴσχει - αἴσχεε
γεν-δοτ τοῖν  αἰσχοῖν - αἰσχέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αἶσχος < αβέβαιης ετυμολογίας. Η παραδοσιακή σύνδεση για τη γοτθική 𐌰𐌹𐍅𐌹𐍃𐌺𐌹 (aiwiski) με την αρχαία ελληνική λέξη αἰσχύνη και την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eygʷʰ- έχει εγκαταλειφθεί.[1]

Ουσιαστικό

αἶσχος ουδέτερο

  1. ατιμία, αισχύνη
  2. δυσμορφία, ασχήμια

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
αἰσχ- 

δείτε τα παράγωγά τους

και

  • αἴσχιστος
  • αἰσχίων
  • αἰσχόω
  • ἀναισχής

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.