αἶσχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| αἰσχεσ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | αἶσχος | τὰ | αἴσχη - αἴσχεᾰ | |
| γενική | τοῦ | αἴσχους - αἴσχεος | τῶν | αἰσχῶν - αἰσχέων | |
| δοτική | τῷ | αἴσχει - αἴσχεῐ̈ | τοῖς | αἴσχεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | αἶσχος | τὰ | αἴσχη - αἴσχεα | |
| κλητική ὦ! | αἶσχος | αἴσχη - αἴσχεα | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἴσχει - αἴσχεε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | αἰσχοῖν - αἰσχέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
αἶσχος ουδέτερο
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
αἰσχ-
αἰσχ-
δείτε τα παράγωγά τους
και
- αἴσχιστος
- αἰσχίων
- αἰσχόω
- ἀναισχής
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- αἶσχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἶσχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.