αἴθω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
αἴθω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eydʰ-: καίω, φλέγω)· ίσως συγγενές με το σανσκριτικό इन्द्धे inddhé και το (λατινικά) aedes
Ρήμα
αἴθω, μέση-παθητική φωνή αἴθομαι
Σύνθετα
- Αἰθιοπία
- Αἰθιοπικός
- Αἰθιοπίς
- Αἰθίοψ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.