ἵστημι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἵστημι | ἵσταμαι |
| Παρατατικός | ἵστην | ἱστάμην |
| Μέλλοντας | στήσω | στήσομαι, σταθήσομαι |
| Αόριστος | ἔστησα | ἐστησάμην - ἔστην, ἐστάθην |
| Παρακείμενος | στήσας ἔχω | ἕστηκα (ενεργ. τύπος με παθ. σημασία) |
| Υπερσυντέλικος | στήσας εἶχον | ἑστήκειν, ἑστήκη, εἱστήκειν (ενεργ. τύποι με παθ. σημασία) |
| Συντελ.Μέλλ. | ἑστήξομαι |
Ετυμολογία
Ρήμα
ἵστημι (παθητική φωνή: ἵσταμαι)
Σύνθετα
Κλίση
ἵστημι
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
ἵσταμαι
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Αναφορές
- «ίσταμαι» με εκτενές σχόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- s.v. «σταθερός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἵστημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἵστημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.