στατήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στᾰτηρ-
ονομαστική στατήρ οἱ στατῆρες
      γενική τοῦ στατῆρος τῶν στατήρων
      δοτική τῷ στατῆρ τοῖς στατῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν στατῆρ τοὺς στατῆρᾰς
     κλητική ! στατήρ στατῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στατῆρε
γεν-δοτ τοῖν  στατήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στατήρ < θέμα στα- (δείτε ἵστημι) + -τήρ

Ουσιαστικό

στατήρ αρσενικό

  • ο στατήρας
    1. μονάδα μέτρησης βάρους) όπως η λίτρα
    2. νόμισμα από διάφορα μέταλλα, που περιγράφεται με επίθετο για την πόλη κοπής του
      στατήρ Δαρεικός, Κροίσειος, χρυσοῦ στατῆρες Λαμψακηνοί

Παράγωγα

  • δεκαστάτηρος
  • ἑκατονστάτηρον
  • ἡμιστάτηρον
  • ὀβολοστατήρ
  • πενταστάτηρος
  • πεντηκονταστάτηρον
  • στατηριαῖος
  • στατηρίσκος
  • τετραστάτηρος
  • τριημῖστατῆρα
  • τριστάτηρος

με διαφορετική σημασία:

  • ὀφθαλμοστατήρ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.