ἐνίστημι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐνίστημι   ἐνιστάμην 
Παρατατικός  ἐνίστην   ἐνστήσομαι 
Μέλλοντας  ἐνστήσω   ἐνεστησάμην 
Αόριστος  ἐνέστησα - ἐνέστην* 
Παρακείμενος  ἐνέστηκα* 
Υπερσυντέλικος  ἐνεστήκειν* 
Συντελ.Μέλλ.  ἐνίσταμαι 
(*)Αυτοί οι ενεργητικοί χρόνοι χρησιμοποιούνται
με παθητική σημασία
Μετοχή παρακειμένου: ἐνεστηκώς και ἐνεστώς

Ετυμολογία

ἐνίστημι < ἐν + ἵστημι

Ρήμα

ἐνίστημι

  1. βάζω μέσα, τοποθετώ
  2. ορίζω κάποιον ως κληρονόμο
  3. (στον μέσο αόριστο) αρχίζω, ιδρύω, προσδιορίζω
  4. (παθητικό) ἐνίσταμαι (χρησιμοποιεί τους ενεργητικούς αόριστο β', παρακείμενο και υπερσυντέλικο)
    1. είμαι τοποθετημένος, στημένος
    2. έχω θέση εξουσίας
    3. βρίσκομαι μπροστά, απειλώ
    4. ξεκινώ, προβάλλω
    5. είμαι παρών
    6. αντιστέκομαι, εμποδίζω
    7. αντιτίθεμαι
    8. (για τους Ρωμαίους δημάρχους) ασκώ το δικαίωμα του βέτο
    9. (για υγρά) πήζω, παγώνω

Κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.