ἀνθίστημι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀνθίστημι (μέσο και παθητικό ἀνθίσταμαι)
- στήνω ενάντια ή απέναντι σε κάτι
- (αμετάβατο στη μέση φωνή) αντιστέκομαι
- ἀντέστησαν Ἀλεξάνδρω = αντιστάθηκαν στον Αλέξανδρο
Παράγωγα
- ἀντίστασις
- ἀντιστάτης
Αντώνυμα
Πηγές
- ἀνθίστημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνθίστημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.