ικτερικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ικτερικός | η | ικτερική | το | ικτερικό |
| γενική | του | ικτερικού | της | ικτερικής | του | ικτερικού |
| αιτιατική | τον | ικτερικό | την | ικτερική | το | ικτερικό |
| κλητική | ικτερικέ | ικτερική | ικτερικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ικτερικοί | οι | ικτερικές | τα | ικτερικά |
| γενική | των | ικτερικών | των | ικτερικών | των | ικτερικών |
| αιτιατική | τους | ικτερικούς | τις | ικτερικές | τα | ικτερικά |
| κλητική | ικτερικοί | ικτερικές | ικτερικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ικτερικός < ίκτερος
Ουσιαστικό
ικτερικός
- ο ασθενής που πάσχει από ίκτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.