υπερήρωας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερήρωας οι υπερήρωες
      γενική του υπερήρωα των υπερηρώων
    αιτιατική τον υπερήρωα τους υπερήρωες
     κλητική υπερήρωα υπερήρωες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερήρωας < υπερ- + ήρωας, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική superhero

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peˈɾi.ɾo.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερήρωας

Ουσιαστικό

υπερήρωας αρσενικό (θηλυκό υπερηρωίδα)

  • {(νεολογισμός) ήρωας, συνήθως σε κόμικς, με υπερφυσικές δυνάμεις
      Η χειμαρρώδης έλευση των υπερηρώων στις οθόνες –μεγάλες και μικρές– στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι άλλαξε ολόκληρη την κινηματογραφική βιομηχανία. (Αιμίλιος Χαρμπής, Οι πιο συναρπαστικοί υπερήρωες κατοικούν στην τηλεόραση, Η Καθημερινή, 20 Φεβρουαρίου 2021)

Μεταφράσεις

Πηγές

  • υπερήρωας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.