ηπατομεγαλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηπατομεγαλία οι ηπατομεγαλίες
      γενική της ηπατομεγαλίας των ηπατομεγαλιών
    αιτιατική την ηπατομεγαλία τις ηπατομεγαλίες
     κλητική ηπατομεγαλία ηπατομεγαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηπατομεγαλία < ήπαρ (συκώτι) + μεγάλος

Ουσιαστικό

ηπατομεγαλία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.