ηπατοτομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηπατοτομία | οι | ηπατοτομίες |
| γενική | της | ηπατοτομίας | των | ηπατοτομιών |
| αιτιατική | την | ηπατοτομία | τις | ηπατοτομίες |
| κλητική | ηπατοτομία | ηπατοτομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηπατοτομία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ηπατοτομία θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική τομή του συκωτιού για την αφαίρεση αποστήματος, καρκινώματος ή πέτρας. Γίνεται με κοιλιοσκοπία, λαπαροτομία ή θωρακοτομία.
Μεταφράσεις
ηπατοτομία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.