ηπατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηπατικός | η | ηπατική | το | ηπατικό |
| γενική | του | ηπατικού | της | ηπατικής | του | ηπατικού |
| αιτιατική | τον | ηπατικό | την | ηπατική | το | ηπατικό |
| κλητική | ηπατικέ | ηπατική | ηπατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηπατικοί | οι | ηπατικές | τα | ηπατικά |
| γενική | των | ηπατικών | των | ηπατικών | των | ηπατικών |
| αιτιατική | τους | ηπατικούς | τις | ηπατικές | τα | ηπατικά |
| κλητική | ηπατικοί | ηπατικές | ηπατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ηπατικός < ελληνιστική κοινή ἡπατικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ήπαρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.