ηπατισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηπατισμός οι ηπατισμοί
      γενική του ηπατισμού των ηπατισμών
    αιτιατική τον ηπατισμό τους ηπατισμούς
     κλητική ηπατισμέ ηπατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηπατισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ηπατισμός αρσενικό

  • (ιατρική) αδυναμία του συκωτιού να εκπληρώσει το ρόλο του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.