έτερον ήμισυ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το έτερον ήμισυ
      γενική του ετέρου ημίσεος
    αιτιατική το έτερον ήμισυ
     κλητική έτερον ήμισυ
όπως «από τα αρχαία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έτερον ήμισυ < ἕτερον ἥμισυ < ἕτερος + ἥμισυς  δείτε τις λέξεις έτερος και ήμισυ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈeteɾon‿ˈimisi/

Ουσιαστικό

έτερον ήμισυ ουδέτερο (λόγιο, μόνο στον ενικό)

  1. ένας από τους δυο συζύγους
  2. ο/η ερωτικός/ερωτική σύντροφος
πολυτονική γραφή: ἕτερον ἥμισυ

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.