έπαλξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έπαλξη οι επάλξεις
      γενική της έπαλξης* των επάλξεων
    αιτιατική την έπαλξη τις επάλξεις
     κλητική έπαλξη επάλξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επάλξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έπαλξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔπαλξις + -σις > -ση < ἐπαλέξω < ἐπί + ἀλέξω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.pal.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έπαλξη

Ουσιαστικό

έπαλξη θηλυκό

  1. (ιστορία) καθεμιά από τις προεξοχές στο πάνω μέρος ενός τείχους, φρουρίου ή πύργου
  2. (μεταφορικά) η πρώτη γραμμή από την οποία δίνεται μια μάχη, ένας αγώνας ή γίνεται μια προσπάθεια

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.