έπαλξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έπαλξη | οι | επάλξεις |
| γενική | της | έπαλξης* | των | επάλξεων |
| αιτιατική | την | έπαλξη | τις | επάλξεις |
| κλητική | έπαλξη | επάλξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επάλξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έπαλξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔπαλξις + -σις > -ση < ἐπαλέξω < ἐπί + ἀλέξω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.pal.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐παλ‐ξη
Ουσιαστικό
έπαλξη θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αλεξι-
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.