τουφεκίστρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τουφεκίστρα οι τουφεκίστρες
      γενική της τουφεκίστρας
    αιτιατική την τουφεκίστρα τις τουφεκίστρες
     κλητική τουφεκίστρα τουφεκίστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τουφεκίστρα < τουφέκ(ι) + -ίστρα

Ουσιαστικό

τουφεκίστρα θηλυκό

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.