έξεργος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έξεργος η έξεργη το έξεργο
      γενική του έξεργου της έξεργης του έξεργου
    αιτιατική τον έξεργο την έξεργη το έξεργο
     κλητική έξεργε έξεργη έξεργο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έξεργοι οι έξεργες τα έξεργα
      γενική των έξεργων των έξεργων των έξεργων
    αιτιατική τους έξεργους τις έξεργες τα έξεργα
     κλητική έξεργοι έξεργες έξεργα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έξεργος < εξ- + έργο + -ος

Επίθετο

έξεργος, -η, -ο

  1. (τέχνη) που προεξέχει (αρκετά) από την υπόλοιπη επιφάνεια
    Η γυναικεία μορφή εικονίζεται σε έξεργο ανάγλυφο ένθρονη, κατά μέτωπο, με στεφάνι στο κεφάλι, ντυμένη με χιτώνα και ιμάτιο, το οποίο καλύπτει το πίσω μέρος του κεφαλιού. Δύο ζεύγη αλόγων πλαισιώνουν τη θεά, τα δύο μπροστινά σε έξεργο ανάγλυφο, τα άλλα δύο σε χαμηλό. (Μόνιμη έκθεση Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, Αναθηματικό ανάγλυφο με παράσταση της κελτικής θεάς Επόνας)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) έξεργο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

  • πρόστυπος

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη έργο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.