έξεργο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | έξεργο | τα | έξεργα |
| γενική | του | έξεργου | των | έξεργων |
| αιτιατική | το | έξεργο | τα | έξεργα |
| κλητική | έξεργο | έξεργα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Αντώνυμα
- πρόστυπο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη έργο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.