έξεργο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έξεργο τα έξεργα
      γενική του έξεργου των έξεργων
    αιτιατική το έξεργο τα έξεργα
     κλητική έξεργο έξεργα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έξεργο < ουδέτερο του έξεργος < εξ- + έργο + -ος

Ουσιαστικό

έξεργο ουδέτερο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

  • πρόστυπο

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη έργο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.