probe
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
probe (en)
- καθετήρας
- εξεταστήριο όργανο
- δειγματοδέκτης, δειγματοαντιδραστής
- space probe: διαστημικό εξερευνητικό όχημα· μη επανδρωμένο διαστημικό όχημα εξερεύνησης
- διερεύνηση, έρευνα, εξερεύνηση, εξονύχιση, αναζήτηση δεδομένων και στοιχείων, (εξ)ερευνητική αποστολή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.