ένσφαιρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ένσφαιρος | η | ένσφαιρη | το | ένσφαιρο |
| γενική | του | ένσφαιρου | της | ένσφαιρης | του | ένσφαιρου |
| αιτιατική | τον | ένσφαιρο | την | ένσφαιρη | το | ένσφαιρο |
| κλητική | ένσφαιρε | ένσφαιρη | ένσφαιρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ένσφαιροι | οι | ένσφαιρες | τα | ένσφαιρα |
| γενική | των | ένσφαιρων | των | ένσφαιρων | των | ένσφαιρων |
| αιτιατική | τους | ένσφαιρους | τις | ένσφαιρες | τα | ένσφαιρα |
| κλητική | ένσφαιροι | ένσφαιρες | ένσφαιρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ένσφαιρος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἔνσφαιρος (μαρτυρείται από το 1897) [1]. Συγχρονικά αναλύεται σε έν- + σφαίρ(α) + -ος.
Επίθετο
- (στρατιωτικός όρος) που έχει ή γίνεται με σφαίρες, με βόλια
- ↪ ένσφαιροι πυροβολισμοί
- (τεχνολογία, χημεία) που αποτελείται από σφαιροειδείς κατασκευές, ή απεικονίζεται έτσι
- ↪ Ο στερεοχημικός τύπος των μορίων φέρεται με ένσφαιρη απεικόνιση των ατόμων που τους συγκροτούν.
- (μηχανολογία) που φέρει σφαιρίδια, ή συγκροτείται από σφαιρίδια
- ↪ ένσφαιροι τριβείς (τα ρουλεμάν)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ένσφαιρος
|
|
Αναφορές
- σελ. 372, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ένσφαιρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.