σφαιροειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφαιροειδής η σφαιροειδής το σφαιροειδές
      γενική του σφαιροειδούς* της σφαιροειδούς του σφαιροειδούς
    αιτιατική τον σφαιροειδή τη σφαιροειδή το σφαιροειδές
     κλητική σφαιροειδή(ς) σφαιροειδής σφαιροειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφαιροειδείς οι σφαιροειδείς τα σφαιροειδή
      γενική των σφαιροειδών των σφαιροειδών των σφαιροειδών
    αιτιατική τους σφαιροειδείς τις σφαιροειδείς τα σφαιροειδή
     κλητική σφαιροειδείς σφαιροειδείς σφαιροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σφαιροειδής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

σφαιροειδής

  • που μοιάζει με σφαίρα, που έχει παρόμοιο σχήμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.