ἔνσφαιρος

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔνσφαιρος τὸ ἔνσφαιρον
      γενική τοῦ/τῆς ἐνσφαίρου τοῦ ἐνσφαίρου
      δοτική τῷ/τῇ ἐνσφαίρ τῷ ἐνσφαίρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔνσφαιρον τὸ ἔνσφαιρον
     κλητική ! ἔνσφαιρε ἔνσφαιρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔνσφαιροι τὰ ἔνσφαιρα
      γενική τῶν ἐνσφαίρων τῶν ἐνσφαίρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐνσφαίροις τοῖς ἐνσφαίροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐνσφαίρους τὰ ἔνσφαιρα
     κλητική ! ἔνσφαιροι ἔνσφαιρα
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἔνσφαιρος (μαρτυρείται από το 1897) [1] < ἔν- + σφαῖρ(α) + -ος.

Επίθετο

ἔνσφαιρος, -ος, -ον [2]

Αναφορές

  1. σελ. 372, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.