ἔνσφαιρος
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔνσφαιρος | τὸ | ἔνσφαιρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐνσφαίρου | τοῦ | ἐνσφαίρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐνσφαίρῳ | τῷ | ἐνσφαίρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔνσφαιρον | τὸ | ἔνσφαιρον | ||
| κλητική ὦ! | ἔνσφαιρε | ἔνσφαιρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔνσφαιροι | τὰ | ἔνσφαιρα | ||
| γενική | τῶν | ἐνσφαίρων | τῶν | ἐνσφαίρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐνσφαίροις | τοῖς | ἐνσφαίροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐνσφαίρους | τὰ | ἔνσφαιρα | ||
| κλητική ὦ! | ἔνσφαιροι | ἔνσφαιρα | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αναφορές
- σελ. 372, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.