εντοίχιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντοίχιση οι εντοιχίσεις
      γενική της εντοίχισης* των εντοιχίσεων
    αιτιατική την εντοίχιση τις εντοιχίσεις
     κλητική εντοίχιση εντοιχίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εντοιχίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εντοίχιση < εντοιχίζω + -ση

Ουσιαστικό

εντοίχιση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.