δικονομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δικονομία | οι | δικονομίες |
| γενική | της | δικονομίας | των | δικονομιών |
| αιτιατική | τη | δικονομία | τις | δικονομίες |
| κλητική | δικονομία | δικονομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δικονομία θηλυκό
- (νομικός όρος) το σύνολο των νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τον τρόπο διεξαγωγής μιας δίκης (της δικαστικής διαδικασίας)
- ποινική δικονομία
Συγγενικά
- δικονομικός
- δικονομικά
- → δείτε τις λέξεις δίκη και νέμω
Μεταφράσεις
δικονομία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.