fiable
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /fjabl/
Επίθετο
| ενικός | πληθυντικός |
| fiable | fiables |
fiable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (τεχνολογία) δοκιμασμένος, λειτουργικός
- (κατ’ επέκταση) αξιόπιστος, φερέγγυος, έμπιστος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.