approval

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
approval approvals

Ετυμολογία

approval < approve + -al

Ουσιαστικό

approval (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η έγκριση, η αίσθηση ότι κάποιος ή κάτι είναι καλό ή δεκτό· θετική γνώμη για κάποιον ή κάτι
    I am looking for your approval.
    Ζήτω την έγκρισή σας.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έγκριση, συμφωνία ή άδεια για κάτι, ειδικά ένα σχέδιο ή αίτημα
    In order to buy the TV in installments, you must first get approval from the bank.
    Για να αγοράσεις την τηλεόραση με δόσεις, πρέπει προηγουμένως να έχεις πάρει την έγκριση από την τράπεζα.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.