εγκριτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγκριτικός | η | εγκριτική | το | εγκριτικό |
| γενική | του | εγκριτικού | της | εγκριτικής | του | εγκριτικού |
| αιτιατική | τον | εγκριτικό | την | εγκριτική | το | εγκριτικό |
| κλητική | εγκριτικέ | εγκριτική | εγκριτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγκριτικοί | οι | εγκριτικές | τα | εγκριτικά |
| γενική | των | εγκριτικών | των | εγκριτικών | των | εγκριτικών |
| αιτιατική | τους | εγκριτικούς | τις | εγκριτικές | τα | εγκριτικά |
| κλητική | εγκριτικοί | εγκριτικές | εγκριτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /eŋ.ɡɾi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκρι‐τι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐κρι‐τι‐κός
Επίθετο
εγκριτικός -ή -ό
- (λόγιο) που εγκρίνει
- ↪ δημοσιεύτηκε η εγκριτική απόφαση για τη χορήγηση της έκτακτης ενίσχυσης
Αντώνυμα
- ακυρωτικός
- απορριπτικός
- αρνητικός
Αναφορές
- εγκριτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.