aval

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

aval < à + val

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
aval avals

aval (fr) αρσενικό

  1. το κάτω μέρος ενός ποταμού, το μέρος προς το οποίο τρέχει το νερό
     συνώνυμα: (διάλεκτος) abas

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
aval avals

aval (fr) αρσενικό

  1. η τριτεγγύηση
  2. (μεταφορικά) η υποστήριξη, η συγκατάθεση, η έγκριση

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.