έγκλειση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έγκλειση | οι | εγκλείσεις |
| γενική | της | έγκλεισης* | των | εγκλείσεων |
| αιτιατική | την | έγκλειση | τις | εγκλείσεις |
| κλητική | έγκλειση | εγκλείσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εγκλείσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έγκλειση > → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɡli.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐γκλει‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : έγ‐κλει‐ση
- ομόηχα: έγκλιση, έγκληση
Ουσιαστικό
έγκλειση θηλυκό
- άλλη μορφή του εγκλεισμός[1]
- (χημεία) τύπος συγκαθίζησης, κατά την οποία μια χημική ένωση εγκλωβίζεται μέσα σε μία κυψέλη κατά τη διάρκεια ταχείας κρυσταλλικής ανάπτυξης
Συγγενικά
- εγκλείστρα
- έγκλειστος
- → δείτε τη λέξη εγκλείω
-
έγκλειση στη Βικιπαίδεια
(χημεία)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.