εγκλείσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εγκλείσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκλείω
  2. θα εγκλείσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκλείω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εγκλείσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έγκλειση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.