εγκλείω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εγκλείω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκλείω < ἐγ- (ἐν-) + κλείω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋˈɡli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγκλείω
παλιότερος συλλαβισμός: εγκλείω

Ρήμα

εγκλείω

  1. κλείνω, περιορίζω, φυλακίζω
  2. κλείνω μέσα σε φάκελο
     συνώνυμα: εσωκλείω
  3. (μεταφορικά) περιλαμβάνω, εμπεριέχω

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.