εγκλείω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εγκλείω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκλείω < ἐγ- (ἐν-) + κλείω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eŋˈɡli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκλεί‐ω
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐κλεί‐ω
Συγγενικά
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- εγκλείω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.