έγγραμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | έγγραμμα | τα | εγγράμματα |
| γενική | του | εγγράμματος | των | εγγραμμάτων |
| αιτιατική | το | έγγραμμα | τα | εγγράμματα |
| κλητική | έγγραμμα | εγγράμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έγγραμμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική engram < αρχαία ελληνική ἐν + γράμμα < γράφω
Ουσιαστικό
έγγραμμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.