φυσικό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φυσικό < ουσιαστικοποιημένο επίθετο, το ουδέτερο του φυσικός

Ουσιαστικό

φυσικό ουδέτερο

  1. χαρακτηριστικό της προσωπικότητας με το οποίο κάποιος έχει γεννηθεί (π.χ. ταλέντο) ή συνήθεια
    Τι να κάνουμε, έχει άσχημα φυσικά (συνήθειες)
    Το κάνει από φυσικού του (αυθόρμητα ή χωρίς να έχει εκπαιδευτεί, έχει ταλέντο ή φυσική κλίση προς αυτό που κάνει)

Εκφράσεις

  • ζωγραφίζει εκ του φυσικού: ζωγραφίζει βλέποντας το θέμα του και όχι από μνήμης ή χρησιμοποιώντας τη φαντασία του

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φυσικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.