φυσικό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φυσικό < ουσιαστικοποιημένο επίθετο, το ουδέτερο του φυσικός
Ουσιαστικό
φυσικό ουδέτερο
Εκφράσεις
- ζωγραφίζει εκ του φυσικού: ζωγραφίζει βλέποντας το θέμα του και όχι από μνήμης ή χρησιμοποιώντας τη φαντασία του
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.