ἄτακτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄτακτος < ἄτακτος

Επίθετο

ἄτακτος

  1. (στρατιωτικός όρος) για στρατεύματα που δεν είναι παρατεταγμένα για μάχη
  2. άτακτος γενικά, απείθαρχος
  3. παράνομος ή πάντως παράτυπος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.