σωσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σωσμένος | η | σωσμένη | το | σωσμένο |
| γενική | του | σωσμένου | της | σωσμένης | του | σωσμένου |
| αιτιατική | τον | σωσμένο | τη | σωσμένη | το | σωσμένο |
| κλητική | σωσμένε | σωσμένη | σωσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σωσμένοι | οι | σωσμένες | τα | σωσμένα |
| γενική | των | σωσμένων | των | σωσμένων | των | σωσμένων |
| αιτιατική | τους | σωσμένους | τις | σωσμένες | τα | σωσμένα |
| κλητική | σωσμένοι | σωσμένες | σωσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σωσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σώζω
Μεταφράσεις
σωσμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.