άσβεστος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άσβεστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄσβεστος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.zve.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σβε‐στος
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άσβεστος | η | άσβεστη | το | άσβεστο |
| γενική | του | άσβεστου | της | άσβεστης | του | άσβεστου |
| αιτιατική | τον | άσβεστο | την | άσβεστη | το | άσβεστο |
| κλητική | άσβεστε | άσβεστη | άσβεστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άσβεστοι | οι | άσβεστες | τα | άσβεστα |
| γενική | των | άσβεστων | των | άσβεστων | των | άσβεστων |
| αιτιατική | τους | άσβεστους | τις | άσβεστες | τα | άσβεστα |
| κλητική | άσβεστοι | άσβεστες | άσβεστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
άσβεστος, -η, -ο
- που δε σβήνει ποτέ
- άσβεστη φλόγα
- άσβεστο πυρ
- άσβεστο μίσος
Μεταφράσεις
άσβεστος
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άσβεστος | οι | άσβεστοι |
| γενική | της | ασβέστου | των | ασβέστων |
| αιτιατική | την | άσβεστο | τις | ασβέστους |
| κλητική | άσβεστε (άσβεστο) |
άσβεστοι | ||
| Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
άσβεστος θηλυκό
- (λόγιο) ο ασβέστης
Αναφορές
- άσβεστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.